συστενοχωρώ

συστενοχωρώ
-έω, Α
στρυμώχνω, πιέζω από όλες τις πλευρές, συμπιέζω («ἡ μὲν φύσις ἐλευθέρους ἡμᾱς ἀφίησιν, ἡμεῑς δὲ αὐτοὶ συνδέομεν ἑαυτούς, συστενοχωροῡμεν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + στενοχωρῶ «στρυμώχνω, περιορίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”